ουδαμόσε

ουδαμόσε
οὐδαμόσε (Α)
επίρρ. σε κανένα μέρος, προς κανένα μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδαμός + επιρρμ. κατάλ. -σε (πρβλ. μηδαμό-σε)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οὐδαμόσε — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐδαμόσ' — οὐδαμόσε , οὐδαμόσε indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλλοσε — ἄλλοσε επίρρ. (Α) 1. (δηλώνοντας κίνηση) α) σε άλλο τόπο, προς άλλο μέρος β) συχνά σε συνδυασμό με άλλα επιρρ. που δηλώνουν επίσης την προς τόπο κίνηση: «ἄλλοσε οὐδαμόσε», σε κανέναν άλλο τόπο «ἄλλοσε πολλαχόσε», σε πολλά άλλα μέρη «ποῑ ἄλλοσε;»… …   Dictionary of Greek

  • αμός — (I) ἁμὸς και ἀμός, ή, όν και αιολ. ἄμμος, η, ον αντί τού ἡμέτερος και συχνά αντί τού ἐμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Βραχύτερος τ. αντί ημέτερος (πρβλ. ὑμὸς αντί ὑμέτερος, σφὸς αντί σφέτερος). Στον Όμηρο αντί τού ἁμὸς χρησιμοποιείται συχνότερα η πληρέστερη μορφή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”